λαθρεμπόρευμα

λαθρεμπόρευμα
το контрабандный товар; контрабанда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λαθρεμπόρευμα" в других словарях:

  • λαθρεμπόρευμα — το αντικείμενο που προέρχεται από λαθρεμπόριο, εμπόρευμα που εισάγεται ή εξάγεται λαθραία, χωρίς εκτελωνισμό και δασμολόγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρεμπορεύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ν. Γ. Κωτσάκη] …   Dictionary of Greek

  • κοντραμπάντο — το (Μ κοντραμπάντο) 1. λαθρεμπόριο 2. συνεκδ. εμπόρευμα που προέρχεται από λαθρεμπόριο, λαθρεμπόρευμα 3. μτφ. τέχνασμα, απάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrabbando] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»